mûre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mûre (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mûre | mûres |
mûre (fr) θηλυκό