mężczyzna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɛ̃w̃ʃˈt͡ʃ̑ɨzna/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mężczyzna (pl) αρσενικό
- ο ενήλικας αρσενικός άνθρωπος, ο άντρας