maço
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maço | maços |
maço (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maço | maços |
maço (pt) αρσενικό