maître
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
maître < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική maistre < λατινική magister
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maître | maîtres |
θηλυκό | maîtesse | maîtesses |