maîtresse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]maîtresse (fr) θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- maîtresse - 5e édition (1798), 5η έκδοση Dictionnaire de l’Académie française [Λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας] (στα γαλλικά - διαθέσιμες όλες οι εκδόσεις - abréviations)
- → και δείτε τη λέξη maître