macédoine
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.se.dwan/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
macédoine | macédoines |
macédoine (fr) θηλυκό
- φαγητό από διάφορα λαχανικά κομμένα κύβους
- φρουτοσαλάτα
- (μεταφορικά) συνονθύλευμα, ανομοιογενές σύνολο ή μείγμα