macho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

macho < machiste

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
macho machos

macho (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) φαλλοκράτης
    → δείτε τη λέξη  macho

Συνώνυμα[επεξεργασία]