macho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- macho < machiste
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
macho | machos |
macho (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) φαλλοκράτης
- → δείτε τη λέξη macho