macinazione

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

macinazione < macinare

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
macinazione macinazioni

macinazione (it)

το κρέας που γίνεται κιμάς
το σιτάρι που γίνεται αλεύρι
οι κόκκοι του καφέ που γίνονται σκόνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]