macinazione
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- macinazione < macinare
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
macinazione | macinazioni |
macinazione (it)
ενικός | πληθυντικός |
macinazione | macinazioni |
macinazione (it)