madden
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | madden |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | maddens |
| αόριστος | maddened |
| παθητική μετοχή | maddened |
| ενεργητική μετοχή | maddening |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]madden (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)