Μετάβαση στο περιεχόμενο

madden

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας madden
γ΄ ενικό ενεστώτα maddens
αόριστος maddened
παθητική μετοχή maddened
ενεργητική μετοχή maddening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
madden < mad + -en

madden (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)