madeleine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
madeleine | madeleines |
madeleine (fr) θηλυκό
- η μανταλένα (είδος γλυκίσματος)
ενικός | πληθυντικός |
madeleine | madeleines |
madeleine (fr) θηλυκό