magasinage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ɡa.zi.naːʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
magasinage | magasinages |
magasinage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
magasinage | magasinages |
magasinage (fr) αρσενικό