magical
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | magical |
συγκριτικός | more magical |
υπερθετικός | most magical |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]magical (en)
- μαγικός, που αναφέρεται στη μαγεία
- ⮡ a magical mirror - μαγικός καθρέφτης
- μαγικός, μαγευτικός
- ⮡ We experienced a magical night.
- Ζήσαμε μια νύχτα μαγική.
- ⮡ The colorful fireworks offered a magical sight.
- Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.
- ⮡ We experienced a magical night.