Μετάβαση στο περιεχόμενο

magical

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός magical
συγκριτικός more magical
υπερθετικός most magical

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
magical < magic + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]

magical (en)

  1. μαγικός, που αναφέρεται στη μαγεία
      a magical mirror - μαγικός καθρέφτης
  2. μαγικός, μαγευτικός
      We experienced a magical night.
    Ζήσαμε μια νύχτα μαγική.
      The colorful fireworks offered a magical sight.
    Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]