magnify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας magnify
γ΄ ενικό ενεστώτα magnifies
αόριστος magnified
παθητική μετοχή magnified
ενεργητική μετοχή magnifying

magnify (en)

  1. μεγεθύνω, δημιουργώ ομοίωμα μεγαλύτερων διαστάσεων από το πρωτότυπο
    ⮡  We magnified the photograph.
    Μεγεθύναμε τη φωτογραφία.
     συνώνυμα:  blow up και enlarge
  2. αυξάνω, δυναμώνω, κάνω κάτι μεγαλύτερο ή πιο δυνατό
    ⮡  They magnified their attacks against the government.
    Δυνάμωσαν τις επίθεσεις τους κατά της κυβέρνησης.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις increase και strengthen
  3. μεγαλοποιώ, κάνω κάτι να φαίνεται πιο σημαντικό ή σοβαρό από ό,τι πραγματικά είναι
    ⮡  He exaggerates his successes to impress.
    Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exaggerate