magnify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | magnify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | magnifies |
αόριστος | magnified |
παθητική μετοχή | magnified |
ενεργητική μετοχή | magnifying |
Ρήμα
[επεξεργασία]magnify (en)
- μεγεθύνω, δημιουργώ ομοίωμα μεγαλύτερων διαστάσεων από το πρωτότυπο
- αυξάνω, δυναμώνω, κάνω κάτι μεγαλύτερο ή πιο δυνατό
- ⮡ They magnified their attacks against the government.
- Δυνάμωσαν τις επίθεσεις τους κατά της κυβέρνησης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις increase και strengthen
- ⮡ They magnified their attacks against the government.
- μεγαλοποιώ, κάνω κάτι να φαίνεται πιο σημαντικό ή σοβαρό από ό,τι πραγματικά είναι
- ⮡ He exaggerates his successes to impress.
- Μεγαλοποιεί τις επιτυχίες του για να προκαλέσει εντύπωση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exaggerate
- ⮡ He exaggerates his successes to impress.