magnolia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
magnolia (en)
- η μανόλια
- το κρεμώδες λευκό χρώμα των λουλουδιών της μανόλιας
- άτομο που κατάγεται από ή κατοικεί στην αμερικανική Πολιτεία του Mississippi
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
magnolia | magnolias |
magnolia (fr) αρσενικό
- η μανόλια