mailman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mailman | mailmen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mailman (en)
- (επάγγελμα, αμερικανικά αγγλικά) ο ταχυδρόμος
- ⮡ I am giving the letter to the mailman.
- Δίνω το γράμμα στον ταχυδρόμο.
- ⮡ I am giving the letter to the mailman.