main
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
main (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in the main / ως επί το πλείστον
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
main στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
main | mains |
main (fr) θηλυκό
- το χέρι