main-d’œuvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

main-d’œuvre (fr) θηλυκό