Μετάβαση στο περιεχόμενο

mainly

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

mainly (en)

  • κυρίως
      The so-called “greenhouse gases” have overheated the earth, mainly in the last 50 years.
    Τα ονομαζόμενα "αέρια του θερμοκηπίου" έχουν υπερθερμάνει τη γη, κυρίως τα τελευταία 50 χρόνια.