mainstay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mainstay (en)

  1. στάντζος, καραβόσκοινο
  2. (συχνότερα μεταφορικά) a mainstay of: ιδέα, πολίτευμα, γνώμη, έρευνα βασισμένη σε κάτι