maioneză
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
maioneză (ro) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του maioneză
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o maioneză | maioneza | nişte maioneze | maionezele |
γενική | a unei maioneze | maionezei | a unor maioneze | maionezelor |
δοτική | unei maioneze | maionezei | unor maioneze | maionezelor |
αιτιατική | o maioneză | maioneza | nişte maioneze | maionezele |
κλητική | — | - | — | - |