majskarabo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- majskarabo < majskarab- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majskarabo | majskaraboj |
αιτιατική | majskarabon | majskarabojn |
majskarabo (eo)
- (εντομολογία) το σκαθάρι