Μετάβαση στο περιεχόμενο

make off

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας make off
γ΄ ενικό ενεστώτα makes off
αόριστος made off
παθητική μετοχή made off
ενεργητική μετοχή making off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
make off <  δείτε τις λέξεις make και off

make off (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]