make one's way

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
make one's way < → δείτε τις λέξεις make, one's και way

Έκφραση

[επεξεργασία]

make one's way (en)

  • (ιδιωματισμός) πάω, κατεβαίνω, κινούμαι κάπου· πετυχαίνω, κάνω πρόοδο
    She made her way to the kitchen.
    Πήγε στην κουζίνα.
    They made their way down to the foot of the mountain.
    Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
    I’m making my way in life.
    Πετυχαίνω στη ζωή.