make one's way
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) πάω, κατεβαίνω, κινούμαι κάπου· πετυχαίνω, κάνω πρόοδο
- ↪ She made her way to the kitchen.
- Πήγε στην κουζίνα.
- ↪ They made their way down to the foot of the mountain.
- Κατέβηκαν ως τη ρίζα του βουνού.
- ↪ I’m making my way in life.
- Πετυχαίνω στη ζωή.
- ↪ She made her way to the kitchen.
Πηγές
[επεξεργασία]- way (idioms): make your way - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 699-700. ISBN 9780194325684., λήμμα: πηγαίνω