make out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | make out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes out |
αόριστος | made out |
παθητική μετοχή | made out |
ενεργητική μετοχή | making out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
make out (en)
- (αργκό, αμετάβατο, αμερικανικά αγγλικά) φασώνομαι
- ↪ The two of them made out at the party.
- Οι δύο τους φασωθήκανε στο πάρτι.
- ↪ The two of them made out at the party.
- ξεχωρίζω, βγάζω, καταφέρνω να δω κάποιον ή κάτι ή να διαβάσω ή να ακούσω κάτι
- ↪ I make out a figure in the dark.
- Ξεχωρίζω μια φιγούρα στο σκοτάδι.
- ↪ I can’t make out your handwriting.
- Δεν βγάζω τα γράμματά σου.
- ↪ I make out a figure in the dark.
- περνάω, βγάζω, λέω ότι κάτι είναι αληθινό όταν μπορεί να μην είναι
- ↪ I am not as rich as you make me out to be.
- Δεν είμαι τόσο πλούσιος όσο με περνάς.
- ↪ Are you trying to make me out to be a thief?
- Προσπαθείς να με βγάλεις κλέφτη;
- ↪ I am not as rich as you make me out to be.
Πηγές[επεξεργασία]
- make out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 613, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, ξεχωρίζω, περνώ