make out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας make out
γ΄ ενικό ενεστώτα makes out
αόριστος made out
παθητική μετοχή made out
ενεργητική μετοχή making out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

make out < → δείτε τις λέξεις make και out

Ρήμα[επεξεργασία]

make out (en)

  1. (αργκό, αμετάβατο, αμερικανικά αγγλικά) φασώνομαι
    The two of them made out at the party.
    Οι δύο τους φασωθήκανε στο πάρτι.
  2. ξεχωρίζω, βγάζω, καταφέρνω να δω κάποιον ή κάτι ή να διαβάσω ή να ακούσω κάτι
    I make out a figure in the dark.
    Ξεχωρίζω μια φιγούρα στο σκοτάδι.
    I can’t make out your handwriting.
    Δεν βγάζω τα γράμματά σου.
  3. περνάω, βγάζω, λέω ότι κάτι είναι αληθινό όταν μπορεί να μην είναι
    I am not as rich as you make me out to be.
    Δεν είμαι τόσο πλούσιος όσο με περνάς.
    Are you trying to make me out to be a thief?
    Προσπαθείς να με βγάλεις κλέφτη;

Πηγές[επεξεργασία]