make up
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | make up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes up |
αόριστος | made up |
παθητική μετοχή | made up |
ενεργητική μετοχή | making up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]make up (en)
- μακιγιάρω
- ⮡ She was heavily made up.
- Ήταν πολύ μακιγιαρισμένη.
- ⮡ She was heavily made up.
- συγκροτώ, συνθέτω, αποτελώ, παρασκευάζομαι
- ⮡ What are the qualities that make up Hamlet's character?
- Ποιες είναι οι ιδιότητες που συγκροτούν/συνθέτουν τον χαρακτήρα του Άμλετ.
- ⮡ All animal bodies are made up of cells.
- Τα σώματα όλων των ζώων αποτελούνται από κύτταρα.
- ⮡ There are fifty states that make up the United States.
- Υπάρχουν πενήντα πολιτείες που αποτελούν τις Ηνωμένες Πολιτείες.
- ⮡ Our products are made up of purely eco-friendly materials.
- Τα προϊόντα μας παρασκευάζονται αμιγώς από οικολογικά υλικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compose
- ⮡ What are the qualities that make up Hamlet's character?
- επινοώ, βγάζω κάτι από το κεφάλι μου
- ετοιμάζω ένα κρεβάτι για χρήση
- ⮡ I will make up the bed for you.
- Θα ετοιμάσω το κρεβάτι σου.
- ⮡ I will make up the bed for you.
- αγαπίζω, συμφιλιώνω, τα φτιάχνω