maladjusted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

maladjusted (en)

  1. απροσάρμοστος
  2. ανισόρροπος, ασταθής
  3. κακοφτιαγμένος, κακορρυθμισμένος
  4. ακατάλληλος