Μετάβαση στο περιεχόμενο

malaperata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

malaperata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος malaperi