male
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
male (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
male (en)
- άτομο αρσενικού γένους
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
male (et)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
male (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
male (it) αρσενικό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
male (la)