male
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]male (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]male (en)
- άτομο αρσενικού γένους
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]male (et)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]male (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]male (it) αρσενικό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]male (la)