Μετάβαση στο περιεχόμενο

maledizione

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
maledizione < maledire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maledizione maledizioni

maledizione (it)