maledizione
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- maledizione < maledire
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
maledizione | maledizioni |
maledizione (it)
- κατάρα-πληγή, καταραμένο (να είναι)!