Μετάβαση στο περιεχόμενο

malheureuse

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

malheureuse (fr)

  1. θηλυκό του malheureux

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

malheureuse (fr)

  1. θηλυκό του malheureux