Μετάβαση στο περιεχόμενο

malhonnêteté

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
malhonnêteté malhonnêtetés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

malhonnêteté (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]