malico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malico | malicoj |
αιτιατική | malicon | malicojn |
malico (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malico | malicoj |
αιτιατική | malicon | malicojn |
malico (eo)