malign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας malign
γ΄ ενικό ενεστώτα maligns
αόριστος maligned
παθητική μετοχή maligned
ενεργητική μετοχή maligning

malign (en) (επίσημο)

  • κακολογώ κάποιον δημόσια
    ⮡  It’s not right to malign someone without knowing the whole truth.
    Δεν είναι σωστό να κακολογείς κάποιον χωρίς να ξέρεις όλη την αλήθεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander