malign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | malign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | maligns |
αόριστος | maligned |
παθητική μετοχή | maligned |
ενεργητική μετοχή | maligning |
Ρήμα
[επεξεργασία]- κακολογώ κάποιον δημόσια