mallaŭta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mallaŭta | mallaŭtaj |
αιτιατική | mallaŭtan | mallaŭtajn |
mallaŭta (eo)
- lia voĉo estas mallaŭta, η φωνή του είναι σιγανή