mallet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mallet (en)
- μικρό σφυρί που χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση ενός άλλου εργαλείου, πχ σμίλης
- σφύρα (πχ. στο κροκέ)
- ματσόλα, μαλακοσφύρα, μαλλέτα, κόπανος