malpropre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

malpropre < mal + propre

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
malpropre malpropres

malpropre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) βρόμικος, σιχαμερός
     συνώνυμα: dégoûtant, sale
  2. (παρωχημένο) ανέντιμος
     συνώνυμα: malhonnête
  3. (παρωχημένο) αισχρός, χυδαίος
     συνώνυμα: obscène

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • se faire jeter (traiter/renvoyer/...) comme un malpropre: με διώχνουν/μου φέρονται/με απολύουν με αγένεια

Συγγενικά[επεξεργασία]