malriĉulejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malriĉulejo | malriĉulejoj |
αιτιατική | malriĉulejon | malriĉulejojn |
malriĉulejo (eo)
- το φτωχοκομείο