maltreat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | maltreat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | maltreats |
αόριστος | maltreated |
παθητική μετοχή | maltreated |
ενεργητική μετοχή | maltreating |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- maltreat < γαλλική maltraiter. Μορφολογικά αναλύεται σε mal- + treat.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌmælˈtriːt/
Ρήμα[επεξεργασία]
maltreat (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- maltreat - Cambridge Dictionary online