malvarmumo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malvarmumo | malvarmumoj |
αιτιατική | malvarmumon | malvarmumojn |
malvarmumo (eo)
- το κρύωμα