Μετάβαση στο περιεχόμενο

malversation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

malversation (en)

  • παράνομη δραστηριότητα και διεφθαρμένη συμπεριφορά κάποιου που έχει εξουσία στα χέρια του



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mal.vɛʁ.sa.sjɔ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
malversation malversations

malversation (fr) θηλυκό