Μετάβαση στο περιεχόμενο

manĝanta

Από Βικιλεξικό

manĝanta

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

manĝanta (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος manĝi