manĝo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manĝo | manĝoj |
αιτιατική | manĝon | manĝojn |
manĝo (eo)
- το γεύμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manĝo | manĝoj |
αιτιατική | manĝon | manĝojn |
manĝo (eo)