management
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
management | managements |
management (en) αρσενικό
- η διαχείριση, το μάνατζμεντ, η στελέχωση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmænədʒmənt/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
management | managements |
management (en)
- η διαχείριση, το μάνατζμεντ, η στελέχωση
- η διοίκηση
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
- content management system (CMS)
- database management system (DBMS)
- relational database management system (RDBMS)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
management στην αγγλική Βικιπαίδεια