mandolino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mandolino | mandolinoj |
αιτιατική | mandolinon | mandolinojn |
mandolino (eo)
- το μαντολίνο