manfingro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | manfingro | manfingroj |
| αιτιατική | manfingron | manfingrojn |
manfingro (eo)
- το δάχτυλο
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | manfingro | manfingroj |
| αιτιατική | manfingron | manfingrojn |
manfingro (eo)