manhã
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manhã | manhãs |
manhã (pt) θηλυκό
- το πρωί
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- de manhã - το πρωί, (αύριο) το πρωί
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
manhã | manhãs |
manhã (pt) θηλυκό