maniérisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
maniérisme | maniérismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
maniérisme (fr) αρσενικό
- ο μανιερισμός, η επιτήδευση
Δείτε επίσης : manierisme, maniërisme |
ενικός | πληθυντικός |
maniérisme | maniérismes |
maniérisme (fr) αρσενικό