Μετάβαση στο περιεχόμενο

maniérisme

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: manierisme, maniërisme
      ενικός         πληθυντικός  
maniérisme maniérismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maniérisme (fr) αρσενικό