Μετάβαση στο περιεχόμενο

manikin

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
manikin manikins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manikin (en)

  • η κούκλα, ομοίωμα του ανθρώπινου σώματος που χρησιμοποιείται για διδακτικούς σκοπούς
    συγκρίνετε με το mannequin