manio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manio | manioj |
αιτιατική | manion | maniojn |
manio (eo)
- η μανία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manio | manioj |
αιτιατική | manion | maniojn |
manio (eo)