manko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manko | mankoj |
αιτιατική | mankon | mankojn |
manko (eo)
- η έλλειψη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | manko | mankoj |
αιτιατική | mankon | mankojn |
manko (eo)